- σαιρός
- σαιρός· σαρός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαιρός — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σαρός … Dictionary of Greek
σάρος — Μικρό νησί στο Καρπάθιο πέλαγος. Ονομάζεται και Σαρία ή Σαριά. Το νησί, που ήταν κατοικημένο στα αρχαία χρόνια, ανήκε τον 5o αι. π.Χ. στην ομοσπονδία της Αθήνας. * * * ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α νεοελλ. αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3… … Dictionary of Greek